- περιτροχασμός
- περιτροχ-ασμός, ὁ, f.l. for -ισμός in Antyll. ap. Orib.6.22.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιτροχασμός — και περιτροχισμός, ὁ, Α [περιτροχάζω] το να τρέχει κάποιος γύρω από κάτι … Dictionary of Greek
περιτροχισμός — ὁ, Α βλ. περιτροχασμός … Dictionary of Greek